- μικροφώνων
- μικρόφωνοςweak-voicedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek
στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… … Dictionary of Greek
φωνόμετρο — το, Ν 1. τεχνολ. όργανο για τη μέτρηση τής έντασης τών ήχων και, κυρίως, τής φωνής 2. (φυσ. τεχνολ.) συσκευή παραγωγής ήχων και θορύβων, χρησιμοποιούμενη για τον έλεγχο τών μικροφώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phonometre < φωνή +… … Dictionary of Greek
υψηλή πιστότητα — (απόδοση της αγγλικής έκφρασης High Fidelity, που συμβολίζεται διεθνώς με τα αρχικά HiFi). Στην ηλεκτροακουστική, η πιστή απόδοση μιας διάταξης αναπαραγωγής του ήχου (μικρόφωνο, πικάπ, μαγνητόφωνο, ενισχυτής κλπ.), στην οποία η μορφή του σήματος… … Dictionary of Greek